ὑπότροχα

ὑπότροχα
ὑπότροχος
on wheels
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ὑποτροχάσῃ — ὑποτροχά̱σῃ , ὑποτροχάω aor subj mid 2nd sg (doric aeolic) ὑποτροχά̱σῃ , ὑποτροχάω aor subj act 3rd sg (doric aeolic) ὑποτροχά̱σῃ , ὑποτροχάω fut ind mid 2nd sg (doric aeolic) ὑποτροχά̱σῃ , ὑποτροχάω aor subj mid 2nd sg (doric aeolic) ὑποτροχά̱σῃ …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποτροχάσεται — ὑποτροχά̱σεται , ὑποτροχάω aor subj mid 3rd sg (epic doric aeolic) ὑποτροχά̱σεται , ὑποτροχάω fut ind mid 3rd sg (doric aeolic) ὑποτροχά̱σεται , ὑποτροχάω aor subj mid 3rd sg (epic doric aeolic) ὑποτροχά̱σεται , ὑποτροχάω fut ind mid 3rd sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποτροχάσασα — ὑποτροχά̱σᾱσα , ὑποτροχάω aor part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic aeolic) ὑποτροχά̱σᾱσα , ὑποτροχάω aor part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic aeolic) ὑποτροχάσᾱσα , ὑποτροχάζω overlap aor part act fem nom/voc sg (attic… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πορείον — δωρ. και αιολ. τ. πορήϊον, τὸ, Α [πορεύω] 1. μέσο μεταφοράς, όχημα, («ὑπότροχα πορεῑα», Πολ.) 2. το χρηματικό ποσό που πληρώνει κανείς για να ταξιδεύσει με πλοίο, τα ναύλα 3. φορτίο …   Dictionary of Greek

  • υπότροχος — ον, ΜΑ (για οχήματα ή άλλες κατασκευές) αυτός που έχει τροχούς αποκάτω, τροχοφόρος (α. «μηχάνημα ὑπότροχον», Σχόλ. Αριστοφ. β. «ὑπότροχα πορεῑα», Πολ. γ. «ὑπότροχος δίφρος» παιδικό καροτσάκι, Σωρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + τροχός (πρβλ. πρό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”